ανεμόστροφο

ανεμόστροφο
το
είδος ανεμοδείχτη που τοποθετείται στην άκρη των καπνοδόχων και γυρίζει στη διεύθυνση του αέρα που φυσά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανεμόστροφο — Μεταλλική κατασκευή που υποβοηθά στην απαγωγή του καπνού και των καυσαερίων τα οποία δημιουργούνται από τη λειτουργία των θερμαστρών. Προσαρμόζεται στο ελεύθερο άκρο του απαγωγού σωλήνα και στρέφει πάντα το στόμιό του σε κατεύθυνση αντίθετη προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”